- ἐπινοηματικός
- ἐπινο-ημᾰτικός, ή, όν,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπινοηματικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επινοηματικός, -ή — ό επινοητικός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπινοηματικόν — ἐπινοηματικός masc acc sg ἐπινοηματικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινοηματικούς — ἐπινοηματικός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)