ἐπινοηματικός

ἐπινοηματικός
ἐπινο-ημᾰτικός, ή, όν,
A = ἐπινοητικός, Vett.Val.49.6.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐπινοηματικός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επινοηματικός, -ή — ό επινοητικός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπινοηματικόν — ἐπινοηματικός masc acc sg ἐπινοηματικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπινοηματικούς — ἐπινοηματικός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”